- λαρυγγίτιδα
- [-ις (-ιδος)] η мед. ларингит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek
λαρυγγίτιδα — η φλεγμονή του λάρυγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισμώδης — ες,Ν [τρισμός] 1. αυτός που συνοδεύεται με τρισμό 2. φρ. «τρισμώδης λαρυγγίτιδα» παιδική λαρυγγίτιδα που προκαλεί δύσπνοια, συριγμό στο στήθος και τραχύ βήχα … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λαρυγγοπάθεια — η πάθηση τού λάρυγγα και ιδίως η λαρυγγίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngopathie] … Dictionary of Greek
ρινολαρυγγίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τής μύτης και τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + λαρυγγίτιδα] … Dictionary of Greek
τραχεΐτιδα — και τραχειίτιδα και τραχείτιδα, η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού βλεννογόνου τής τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και πάντοτε σχεδόν σε συνδυασμό με ρινίτιδα, λαρυγγίτιδα ή βρογχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ., γαλλ. tracheite (< τραχεία + κατάλ. ῖτις … Dictionary of Greek
φαρυγγολαρυγγίτιδα — η, Ν ιατρ. φαρυγγίτιδα που παρουσιάζει επιπλοκή λαρυγγίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngolaryngite < φάρυγξ, υγγος + λαρυγγίτιδα] … Dictionary of Greek
λαρυγγοπάθεια — η (ιατρ.), η πάθηση του λάρυγγα, η λαρυγγίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρυγγολαρυγγίτιδα — η (ιατρ.), φαρυγγίτιδα με επιπλοκές από λαρυγγίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυματιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή τη φυματίωση, ο φυματικός: Φυματιώδης λαρυγγίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)